- κοίλασμα
- κοίλ-ασμα, ατος, τό,A hollow, LXX Is.8.14; groove, Apollod.Poliorc.182.7, Ath.Mech.36.6; interior of a lamp, Hero Spir.2.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοίλασμα — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλασμα — το (Α κοίλασμα) [κοιλαίνω] η κοίλανση, το κοίλωμα αρχ. 1. αύλακα 2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου … Dictionary of Greek
κοιλάσμασι — κοίλασμα hollow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματι — κοίλασμα hollow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματος — κοίλασμα hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)